ΕΠΙΛΟΓΟΣ αντί προλόγου
Θεέ μου, μια στιγμή ευτυχίας. Γιατί δεν είναι αρκετή για μια ολόκληρη ζωή;
Φιόντορ Ντοστογιέφσκι – Λευκές νύχτες
Το μισό της σώμα βρισκόταν μέσα στη λεκάνη, ενώ το υπόλοιπο έπεφτε βαρύ, διπλωμένο στο τσιμέντο. Το στομάχι της είχε αδειάσει τελείως. Το περιεχόμενο του στομάχου της δεν είχε χρώμα και η πίεση που ασκούσε ο φάρυγγας για να βγει προς τα έξω τής έγδερνε τον λαιμό. Κρατούσε τα μαλλιά της πίσω, με τα χίλια ζόρια να μη βραχούν και λερωθούν απ’ τα ξερατά.
Τι ειρωνεία… Μέσα στον ιδρώτα, φορώντας στραπατσαρισμένα ρούχα, ακόμα προσπαθούσε να προστατεύσει τα μαλλιά της. Φαίνεται πως οι ελπίδες της δεν είχαν χαθεί και ήλπιζε σε μια επιτυχημένη και αστραφτερή εμφάνιση. Πού να ήξερε πως αυτή η συναυλία δε θα δινόταν ποτέ και σε λίγα λεπτά από τώρα θα τη συζητούσε όλη η Ευρώπη.
Η καριέρα της έμοιαζε με καμένο χαρτί. Ακροβάτης που έχασε την ισορροπία του, και από στιγμή σε στιγμή θα κατέληγε στο κενό σπάζοντας κάθε του κόκαλο. Η πλήρης καταστροφή. Ναι, αυτή η λέξη τής ταίριαζε. Κατεστραμμένη.
Πώς κατάντησες έτσι, Norella; Ποιος κατάφερε και έσπασε τα χρυσά φτερά σου; Εσένα… εσένα που το γέλιο σου άνθιζε καθετί μαραμένο. Εσένα.
Η σημερινή σπασμένη της εικόνα απείχε παρασάγγας από την αλλοτινή, την πορσελάνινη και αψεγάδιαστη που μάγευε πλήθος κόσμου με την παρουσία της και τη φωνή της. Ένα κάστρο που σιγά-σιγά έχανε έδαφος και διαλυόταν. Κάθε του κομμάτι κατέρρεε, έπεφτε και έσπαγε. Έτσι και εκείνη. Από δυνατό βράχο, μετατράπηκε σε πουπουλένιο κύμα και χάθηκε στο δυνατό τσουνάμι του μαύρου ωκεανού. Μια ψυχή χωρίς σωτηρία.
Το χρώμα του προσώπου της είχε γίνει πάλλευκο και το ισχνό κορμί της δεν είχε άλλες αντοχές. Τα μάτια άρχισαν να ανοιγοκλείνουν και η ανάσα της να βαραίνει. Αφόρητη κούραση είχε καταβάλει τον οργανισμό της τον τελευταίο χρόνο και η ίδια αδυνατούσε να ανταπεξέλθει. Ήταν πολύ αργά πια.
Ο Paul μπήκε με φούρια στο μπάνιο κρατώντας στα χέρια το κινητό του.
«Επιτέλους, σε βρήκα! Πού στο διάολο είσαι τόση ώρα; Ο κόσμος περιμένει να ανοίξεις το πρόγραμμα. Οι χορευτές εξαντλήθηκαν να καλύπτουν το κενό σου. Πότε θα είσαι έτοιμη; Για σένα έχουν έρθει!»
Τη μάλωνε λες και ήταν γυμνασιόπαιδο που έκανε κοπάνα απ’ το σχολείο. Πράγματι, όλος αυτός ο κόσμος εκείνη περίμενε. Μονάχα για εκείνη πλήρωσαν ένα εισιτήριο• για να καταφέρουν να θαυμάσουν από κοντά το ίνδαλμά τους, την αγαπημένη τους τραγουδίστρια. Κανείς, όμως, δε γνώριζε τον προσωπικό γολγοθά που βίωνε εκείνη την εποχή. Κανείς δε γνώριζε πως δεν είχε κάποιο στήριγμα που θα κατάφερνε να τη σηκώσει, να της δώσει θάρρος και να βγει στη σκηνή αλώβητη, να φέρει το μικρόφωνο στα χείλη και να κάνει αυτό που πραγματικά ήξερε να κάνει, δίνοντας το εκατό τοις εκατό της.
Ο παχουλοκομψός άντρας συνέχιζε απτόητος να μουρμουρίζει, τινάζοντας αδέξια τα χέρια και τη μαύρη φράντζα του. Έμοιαζε έξαλλος. Ήταν ο μάνατζέρ της, ο άνθρωπος που την πήρε από το χέρι και βήμα-βήμα έφτασαν στην κορυφή. Μα ήταν στ’ αλήθεια δίπλα της; Ή μόνο το επαγγελματικό κομμάτι τούς ένωνε;
Υπάρχουν στιγμές στη ζωή μας, συναισθήματα και πράξεις, που ενώ γνωρίζουμε την αληθινή τους ύπαρξη και πού ανήκει το καθένα, κλείνουμε τα μάτια και συνεχίζουμε να πιστεύουμε στο ψέμα. Γιατί μας βολεύει. Γιατί μας συμφέρει. Τι διαφορετική που θα ’ταν η ζωή χωρίς το ψέμα, χωρίς το συμφέρον…
Προσπάθησε να πάρει μια βαθιά ανάσα για να ξεστομίσει όσα προλάβαινε, πριν λιποθυμήσει. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
«Δεν μπορώ, Paul. Είμαι κομμάτια».
Ο άντρας την πλησίασε και τη σήκωσε με το ζόρι, για να αντικρίσει το διαλυμένο της πρόσωπο. Το μακιγιάζ που είχε μουντζουρωθεί. Τα πόδια που δεν ισορροπούσαν στα ψηλά τακούνια της μπότας. Τα άκρα και τα χείλη της που έτρεμαν. Δε γινόταν να τραγουδήσει μπροστά σε τόσους πολλούς θεατές, σ’αυτό το χάλι που βρισκόταν. Έπρεπε, λοιπόν, πάλι να την καλύψει βρίσκοντας μια πιστευτή δικαιολογία. Και έτσι, ο κίτρινος τύπος την επόμενη μέρα, για μια ακόμη φορά θα ασχολούνταν μαζί της κακολογώντας την. Ό,τι είχαν χτίσει πέθαινε.
Πέρασε τα χέρια του κάτω από τη μασχάλη της και την ταρακούνησε. Έκανε τα πάντα για να τη συνεφέρει και να την επαναφέρει σε μια πιο φυσιολογική, νηφάλια κατάσταση.
«Μη μου πεις! Πάλι δεν έχεις φάει; Πάλι ξενύχτησες πίνοντας;»
Ο τρόπος που της μίλησε την τσάκισε. Την έβλεπε έτσι χαντακωμένη, έτοιμη να χάσει τις αισθήσεις της και προτιμούσε να προσποιηθεί τον δασκαλάκο μαλώνοντάς τη, απ’ το να της χαρίσει δυο λόγια τρυφερά, λόγια συμπαράστασης.
Ξεφύσησε βαριά. Έβγαλε τα γυαλιά μυωπίας και πληκτρολόγησε έναν αριθμό στο κινητό. Ρανίδες ιδρώτα άρχισαν να τρέχουν στους κροτάφους του, σκεπτόμενος τα επακόλουθα.
«Ετοίμασε το αμάξι και φέρ’ το στην έξοδο κινδύνου. Η Norella δε θα εμφανιστεί απόψε, ανέβασε πυρετό στα ξαφνικά» ενημέρωσε τον οδηγό και η συσκευή καταχωνιάστηκε στην τσέπη του πουκαμίσου του. Της έδωσε ένα απαλό χαστούκι, να κερδίσει την προσοχή της. «Το ακύρωσα. Μην κουνηθείς ρούπι από δω, μέχρι να έρθω. Πάω να ενημερώσω τον επιχειρηματία και τους επίσημους διοργανωτές για την ακύρωση του προγράμματος και επιστρέφω να σε πάρω να φύγουμε. Ok;»
Αρκέστηκε σε ένα αχνό μειδίαμα και βιάστηκε να φύγει. Μα η ψυχή της Norella αυτό που λαχταρούσε δεν μπορούσε να το βρει επί γης. Η ψυχή της ήδη ταξίδευε αλλού, πιο ψηλά. Έπρεπε να λυτρωθεί από αυτή την κολασμένη ζωή. Δεν ήταν ευτυχισμένη. Μισούσε την κάθε ημέρα. Εκείνο το κορίτσι, το χαμογελαστό, το ζωηρό, το φουριόζο, τώρα σιγόλιωνε και δεν είχε τη δύναμη ούτε το πόμολο να κατεβάσει και να πάει στα σκαλιά. Ήταν ολομόναχη. Πόσος κόσμος, Θεέ μου, κι όμως ήταν ολομόναχη. Μια σκοτεινή φιγούρα στα ανοιχτά χρώματα της επιτυχίας.
Αναζήτησε την τσάντα της. Για κάποια δεύτερα ψαχούλεψε στο εσωτερικό της και σύντομα εντόπισε τα μαύρα της γυαλιά. Συνήθως τα φορούσε στις απρόσμενες συνεντεύξεις που προέκυπταν μετά από κάποια συναυλία, προκειμένου να καλύψει τους μαύρους κύκλους και τα σκελετωμένα μάγουλά της.
Κάλυψε τα μάτια και φόρεσε και το παλτό της. Προσπάθησε πολύ να περπατήσει σε ευθεία γραμμή και να μη σκοντάφτει σε κάθε εμπόδιο. Έλεγξε αν την είδε κανείς και όταν βεβαιώθηκε για το αντίθετο, πέρασε στον ανελκυστήρα προσωπικού. Πάτησε το κουμπί με το νούμερο οχτώ. Θα ανέβαινε στην ταράτσα.
Μετά από λίγο, οι βαριές ασημένιες πόρτες άνοιξαν και η λεπτεπίλεπτη φιγούρα της, με τα μαύρα γυαλιά, διαπέρασε ορμώμενη στον ανοιχτό χώρο. Η χαμηλή θερμοκρασία δεν άργησε να περονιάσει τα γυμνά της πόδια και να ανατριχιάσει ολόκληρη. Παρόλα αυτά, δεν ήταν ώρα για συγκινήσεις. Σούφρωσε τα χείλη, έλυσε τα χέρια από το στήθος και σήκωσε το κεφάλι ψηλά στον έναστρο ουρανό, να μιλήσει σε Εκείνον που θεωρούσε υπαίτιο των συμφορών της.
«Γιατί; Γιατί μου τα έδωσες όλα;» ρώτησε τον Ύψιστο και δάκρυα φλέγονταν στα μάτια της. Κάθε ανάσα και λυγμός. Κάθε λυγμός, ένα νούμερο λιγότερο στην αντίστροφη μέτρηση. «Γιατί τα όνειρά μου πραγματοποιήθηκαν, μα εγώ πέθανα; Γιατί; Είμαι μόνη. Είμαι τελείως μόνη. Έναν άνθρωπο δεν έχω να με εμποδίσει να το κάνω αυτό. Όλοι τους ενδιαφέρονται για τη βιτρίνα της τραγουδίστριας. Για τα κιλά μου, για τα χτενίσματά μου, για το κρεβάτι μου. Είμαι ένα τίποτα. Τ’ ακούς; Ένα τίποτα».
Κατέβασε το κεφάλι και με βαριές, μα σίγουρες δρασκελιές προχώρησε ως τα χαμηλά κάγκελα. Από κάτω, ο κόσμος έμοιαζε με μυρμηγκοφωλιά και οι πολύχρωμοι φωτισμοί ομόρφαιναν αυτή τη σκοτεινή πράξη.
«Δεν αντέχω άλλο. Θέλω να πεθάνω. Δεν αντέχω…» συλλάβισε και έβγαλε τα γυαλιά.
Ύστερα τα πέταξε κάτω και ο κόσμος που τη λάτρευε και την περίμενε με αδημονία, αργότερα θα συγκεντρωνόταν στην είσοδο του κτιρίου, προσευχόμενος για την ανάπαυσή της. Μαζεύοντας τα κομματιασμένα μαύρα της γυαλιά…
«Είναι αργά πια».
Η καρδιά χτυπούσε σε γρήγορους και άτακτους ρυθμούς. Το κρύο δεν την άγγιζε, μιας και η ψυχή της την αποχαιρέτησε προολίγου, ωθώντας και το κορμί να ακολουθήσει.
Πήδηξε τα κάγκελα και στάθηκε στο λεπτό περβάζι, στο χείλος του γκρεμού, που ίσα-ίσα χωρούσαν τα πέλματά της. Άνοιξε τα χέρια, σαν να ήθελε να αγκαλιάσει όλη την Αργεντινή, τη χώρα που της έδωσε ζωή. Σαν να απελευθερωνόταν απ’ το χρυσό κλουβί. Τα μαλλιά χαστούκισαν το πρόσωπό της εξαιτίας του δυνατού αέρα.
«Έρχομαι να σε βρω» ήταν οι τελευταίες λέξεις που βγήκαν απ’τα χείλη της.
Τα πέλματα γλίστρησαν, ρίγος στον αφαλό την έκοψε σαν μαχαιριά. Σε λίγα δεύτερα, όλα θα τελείωναν. Έκλεισε τα μάτια και έκανε κάτι που σπανίως το έκανε. Χαμογέλασε.
Το τέλος πλησίαζε. Το τέλος είναι πάντα γλυκό. Το τέλος δεν έχει συνέχεια και μόνο έτσι θα κατάφερνε να απαλλαχθεί από τους δαίμονές της.
«Norella!» φώναξε μια γνωστή φωνή. Μα τα πάντα είχαν πια ασπρίσει.
📍https://dianiapublications.com/product/norella/
📍Αν θες να προμηθευτείς το βιβλίο μου «περιποιημένο» με τα δωράκια του, μπορείς να μου στείλεις προσωπικό μήνυμα 😌❤️
📍Η πρόσφατη συνέντευξη που έδωσα σχετικά με το βιβλίο 🦋
Σας ευχαριστώ πολύ , όλους σας! 👑
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου